λιάστρα

λιάστρα
η
συσκευή για το λιάσιμο των καρπών: Απλώσαμε τα σύκα στη λιάστρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιάστρα — και ηλιάστρα, η [λιάζω (III)] συσκευή που χρησιμεύει για την έκθεση καρπών και αποξήρανσή τους στον ήλιο, αλλ. λιασταριά …   Dictionary of Greek

  • ήλιαστρο — το [ηλιάζω] η λιάστρα* …   Dictionary of Greek

  • ηλιάστρα — η [ηλιάζω] βλ. λιάστρα …   Dictionary of Greek

  • θειλόπεδον — θειλόπεδον, τὸ (Α) τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες τού ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος τού ηλίου» + πεδον < πέδον, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”